- προϊλάσκομαι
- προϊλάσκομαι, [voice] Med.,A appease beforehand, Paus.5.13.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προϊλάσκομαι — Α καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω»] … Dictionary of Greek
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek